χους

χους
χους ο
земля, прах, из которого Господь сотворил человека:

και έπλασεν ο θεός τον άνθρωπον χουν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν (Γέν. 2, 7) — И создал Господь Бог человека из праха земного, и вдунул в лице его дыхание жизни, и стал человек душою живою (Быт. 2, 7)

Этим.
< дргр. χούς, χόος «груда земли» < χέω «лить, проливать» < инд. ghew «лить»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χους" в других словарях:

  • χους — ο / χοῡς, γεν. χοός και χοῡ, ΝΜΑ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α (στη νεοελλ. λόγιος τ.) 1. χώμα 2. εκκλ. (κατά την ΠΔ) η ύλη από την οποία ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο μσν. φρ. «χοῡς τῆς σαρκός» το περίβλημα τής ψυχής, το σώμα (Μετά Θεοφάν.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • χούς — (I) ὁ, ΜΑ, και χόος και χοεύς και χῶς, ῶ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α 1. παλαιό αττικό μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες 2. συνεκδ. αγγείο πόσης που είχε χωρητικότητα έναν χου αρχ. 1. χρηματική συνεισφορά για την εξασφάλιση συμμετοχής σε… …   Dictionary of Greek

  • χοῦς — χόω throw pres ind act 2nd sg (doric) χόω throw imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) χοῦς 1 *Mens. masc nom sg χοῦς 2 soil excavated masc acc pl (attic) χοῦς 2 soil excavated masc nom sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χους, Γιαν — (Hus, συχνά αποδίδεται στα ελληνικά και ως Ιωάννης Ούσιος· Χουιζίνετς; περίπου 1369 – Κωνστάντια 1415). Βοημός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πράγας και αφού χειροτονήθηκε ιερέας, αφιερώθηκε με πάθος στο θείο κήρυγμα,… …   Dictionary of Greek

  • χοὔς — οὕς , ὅς yas masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χουσί — χοῦς 1 *Mens. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χουσίν — χοῦς 1 *Mens. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοᾶ — χοῦς 1 *Mens. masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοός — χοῦς 1 *Mens. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόα — χοῦς 1 *Mens. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόας — χοῦς 1 *Mens. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»